- υγιεινώς
- ὑγιεινῶς, ΝΜΑβλ. υγιεινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑγιεινῶς — ὑγιεινός good for the health adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγιεινός — ή, ό/ ὑγιεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό κλίμα» β. «περί τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», Ξεν.) 2. (για τροφή) θρεπτικός (α. «τα φρούτα είναι υγιεινή τροφή» β. «τῶν σιτίων τοῑς … Dictionary of Greek
ԱՌՈՂՋԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0310 Chronological Sequence: 5c, 8c մ. ὐγιῶς, ὐγιεινῶς sicut sanus, salubriter Առողջութեամբ, եւ Առողջմտութեամբ. առողջարար կամ փրկարար օրինակաւ. *Առողջաբար ունել (այսինքն կեալ), կամ քաղցնուլ, կամ բուռն հարկանել, կամ խորհել. Առ որս. ՟Ժ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)